- κατεγκαλώ
- κατεγκαλῶ, -έω (AM) εγκαλώ, καταγγέλλω, κατηγορώμσν.κάνω επίκληση σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεγκαλῶ — κατά ἐγκαλέω call in pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατά ἐγκαλέω call in pres ind act 1st sg (attic epic doric) κατά ἐγκαλέω call in fut ind act 1st sg (attic epic doric) κατά ἐγκαλέω call in pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατά… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέγκλημα — κατέγκλημα, τὸ (Μ) [κατεγκαλώ] καταγγελία, κατηγορία … Dictionary of Greek
κατέγκλησις — κατέγκλησις, ήσεως, ἡ (Μ) [κατεγκαλώ] ψευδής καταγγελία, διαβολή, συκοφαντία … Dictionary of Greek